κατεργασμένης

κατεργασμένης
κατεργάζομαι
effect by labour
perf part mp fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ασφαλτόπισσα — η (Α ἀσφαλτόπισσα) ονομασία της φυσικής ή της κατεργασμένης καθαρής ασφάλτου, ορυκτής προέλευσης ή προϊόντος του πετρελαίου …   Dictionary of Greek

  • ξυλεμπόριο — το το εμπόριο κατεργάσιμης ή κατεργασμένης ξυλείας …   Dictionary of Greek

  • πισσάσφαλτος — η, ΝΑ, αττ. τ. πιττάσφαλτος Α νεοελλ. ονομασία τής φυσικής ή τής κατεργασμένης καθαρής ασφάλτου, ορυκτής προέλευσης ή προϊόντος πετρελαίου, αλλ. ασφαλτόπισσα αρχ. κράμα πίσσας και ασφάλτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + ἄσφαλτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”